κύημα — that which is conceived neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύημα — το το έμβρυο, ό,τι γεννιέται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυημάτων — κύημα that which is conceived neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυήμασι — κύημα that which is conceived neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυήμασιν — κύημα that which is conceived neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυήματα — κύημα that which is conceived neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυήματι — κύημα that which is conceived neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυήματος — κύημα that which is conceived neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek
κυήματ' — κυήματα , κύημα that which is conceived neut nom/voc/acc pl κυήματι , κύημα that which is conceived neut dat sg κυήματε , κύημα that which is conceived neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)